- ξεπαπουτσώνω
- μετ. , αμετ. разувать(ся), снимать обувь
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξεπαπουτσώνω — βγάζω τα παπούτσια κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + παπουτσώνω] … Dictionary of Greek
ξεπαπούτσωμα — το [ξεπαπουτσώνω] βγάλσιμο τών παπουτσιών … Dictionary of Greek